σιδεύνης

σιδεύνης
ὁ, Α
(λακων. λ.) έφηβος ηλικίας δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για παρωνύμιο σχηματισμένο από σίδη «ροδιά» + -εύνης (< εὐνή «κλίνη»), πρβλ. χλο-εύνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιδεύνας — σιδεύνᾱς , σιδεύνης a boy in his fifteenth masc acc pl σιδεύνᾱς , σιδεύνης a boy in his fifteenth masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”